- τηλεκάρτα
- η, Ντηλεπ. μαγνητική κάρτα που επιτρέπει τη χρήση τών κοινόχρηστων τηλεφώνων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. telecarte < tele (< τηλ[ε]-*) + carte (< χάρτης, βλ. λ. κάρτα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.